- εξαναδύομαι
- ἐξαναδύομαι (Α)(αποθ.)1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» — και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.)2. (με γεν. ή αιτ.) ξεφεύγω, διαφεύγω, υποχωρώ (α. «ἀνδρί... πάσης ἐξαναδυομένῳ φανερᾱς μάχης», Πλούτ.)β. «Ὀδυσσεύς... Ἀίδεω μέγα δῶμα ἐξαναδύς» — ο Οδυσσέας... αφού διέφυγε από το μεγάλο ανάκτορο τού Άδη, Θεόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.